- συνηρεφής
- -ές, Α1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφέςσύσκιος τόπος, ησκιάδα.επίρρ...συνηρεφῶς Μμε πυκνή σκιά δένδρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ηρεφής (< αμάρτυρο* ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»), πρβλ. ἐπ-ηρεφής. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.